- ἐπήρατος
- ἐπήρᾰτος1 delightsome
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
Ἐπήρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)